προστάτις — fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρόστατις — Bis Acc. fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προστάτιδα — πρόστατις Bis Acc. fem acc sg προστάτις fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προστάτιδας — πρόστατις Bis Acc. fem acc pl προστάτις fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προστάτιδες — πρόστατις Bis Acc. fem nom/voc pl προστάτις fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προστάτιδος — πρόστατις Bis Acc. fem gen sg προστάτις fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προστάτισιν — πρόστατις Bis Acc. fem dat pl προστάτις fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προστάτιν — προστάτις fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προστάτης — Αδενομυϊκό όργανο που ανήκει στο γεννητικό σύστημα του άνδρα· έχει σχήμα και διαστάσεις κάστανου, βρίσκετα κάτω από την ουροδόχο κύστη και περιβάλλει το αρχικό τμήμα της ουρήθρας. Οι αδένες του π. εκκρίνουν ένα γαλακτώδες υγρό, που έχει την… … Dictionary of Greek
προστάτιδα — η / προστάτις, ιδος, ΝΜΑ βλ. προστάτης … Dictionary of Greek